Κώπας

Κώπας
Κώπᾱς , Κώπαι
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κωπᾶς — κωπᾶ̱ς , κωπάω pres ind act 2nd sg (doric) κωπεύς pieces of wood fit for making oars masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώπας — κώπᾱς , κώπη handle fem acc pl κώπᾱς , κώπη handle fem gen sg (doric aeolic) κώπᾱς , κωπάω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κώπας, Γεράσιμος — (Λειβαθώ Κεφαλονιάς 1778 – Ναύπλιο 1832). Λόγιος και νομικός. Διδάχτηκε νομικά, φυσική, μαθηματικά, ναυτιλιακά και ξένες γλώσσες σε ρωσικά εκπαιδευτήρια. Μετά το τέλος των σπουδών του στη Ρωσία, κατατάχθηκε στο ρωσικό ναυτικό ως σύμβουλος του… …   Dictionary of Greek

  • МОРСКОЕ СРАЖЕНИЕ —    • Maritimum bellum.          Перед началом М. сражения главным образом было необходимо, чтобы начальник флота знал так точно, как только было возможно, свойства моря во всех отношениях; к тому же он должен был уметь по известным… …   Реальный словарь классических древностей

  • ANGUILLA — Hebr. Gap desc: Hebrew, pinnas habet, squamis tamen caret, unde immunda olim ex lege, Levitic. c. 11. v. 9, 10. Vide Bechart. Hieroz. Part. prior. l. 1. c. 6. Non aliorum piscium, quam Anguillarum, et quidem fluviatilium, non lacustrium, in L.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • THISBE — I. THISBE puella Babylonica, vide Pyramus. II. THISBE quae et Ogygia, et Hyantis dicta est, Ianizi nunc, teste Nigro, oppid. Boeotiae mediterraneum sub Helicone monte, ubi ingens columbarum copia, Homerus, Il. β. v. 502. Κώπας τ᾿ ἔυτρησίν τε… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αμφηρικός — ἀμφηρικός, ή, ὸν (Α) [ἀμφήρης] ο αμφήρης (ΙΙ) «ἀκάτιον ἀμφηρικόν», μικρή δίκωπη βάρκα (κατά τον Ησύχ. «ληστρικόν, ἐν ᾧ εἷς ἐλαύνει δύο κώπας») …   Dictionary of Greek

  • ξύνω — και ξύω και ξυώ (ΑΜ ξύω, Μ και ξύνω) 1. κάνω κάτι ομαλό και λείο με ξέση, ξέω, λειαίνω («ξύειν κώπας», Θεόφρ.) 2. τρίβω με τα άκρα τών νυχιών ή με όργανο μέρος τής επιφάνειας τού δέρματος (α. «ξύνω το χέρι μου» β. «ξυόμενοι ἥδονται», Δημόκρ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • παρέλκω — ΝΑ [έλκω] 1. παρελκύω, σέρνω κάτι στην άκρη 2. (για χρόνο) α) επιμηκύνω, παρατείνω («τὰ κατὰ τὸν κίνδυνον παρέλκειν ὀλίγας ἡμέρας», Πολύβ.) β) αναβάλλω («μηδὲν παρέλκων» χωρίς αναβολή) 3. ναυτ. σέρνω, ρυμουλκώ από την ξηρά με πάρολκο και αντίθετα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”